-
1 işaret
σήμα, σημάδι, σημείο -
2 rumuz
σήμα κατατεθέν, σύμβολο, ψευδώνυμο -
3 sinyal
σήμα, σινιάλο -
4 signal
σήμα -
5 návěští
σήμα -
6 signál
σήμα -
7 znaménko
σήμα -
8 sygnał
σήμα -
9 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
10 сигнал
сигналм τό σύνθημα, τό σήμα, τό σινιάλο:звуковой \сигнал τό ἡχητικό σύνθημα, τό ἡχητικό σινιάλο· световой \сигнал φωτεινό σινιάλο, σήμα μέ φανάρι· \сигнал бедствия τό σήμα κινδύνου· \сигнал возду́шной тревоги σήμα ἀεροπορικού συναγερμοῦ· подавать \сигнал σηματοδοτώ, δίνω σήμα· по первому \сигналу μέ τό πρῶτο σύνθημα·2. перен (предупреждение, знак, признак) ἡ προειδοποίηση [-ις], τό προμήνυμα. -
11 signal
['siɡnəl] 1. noun1) (a sign (eg a movement of the hand, a light, a sound), especially one arranged beforehand, giving a command, warning or other message: He gave the signal to advance.) σήμα,σύνθημα,σινιάλο2) (a machine etc used for this purpose: a railway signal.) σήμα3) (the wave, sound received or sent out by a radio set etc.) σήμα2. verb1) (to make signals (to): The policeman signalled the driver to stop.) κάνω σήμα/σινιάλο2) (to send (a message etc) by means of signals.) στέλνω σήμα• -
12 сигнал
-а α.1. σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο•сигнал воздушной тревоги σύνθημα αεροπορικού συναγερμού•
световой сигнал οπτικό (φωτεινό) σήμα•
дорожные -ы οδικά σήματα•
звуковой сигнал ακουστικό σήμα•
сигнал сбора σύνθημα συγκέντρωσης•
по первому -у με το πρώτο σύνθημα•
давать (дать) сигнал δίνω σήμα, σηματοδοτώ.
2. μτφ. ένδειξη. || μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο•сигнал бедствия σήμα κινδύνου.
-
13 знак
знак м 1) το σημάδι, το σημείο, το σήμα \знаки препинания τα σημεία της στίξης восклицательный \знак το θαυμαστικό вопросительный \знак το ερωτηματικό дорожный \знак το σήμα της τροχαίας условный \знак το σύνθημα 2) η ένδειξη в \знак дружбы σ'ένδειξη φιλίας в \знак протеста σ'ένδειξη διαμαρτηρίας ◇ \знаки отличия воен. τα διακριτικά* * *м1) το σημάδι, το σημείο, το σήμαзнаки препина́ния — τα σημεία της στίξης
восклица́тельный знак — το θαυμαστικό
вопроси́тельный знак — το ερωτηματικό
доро́жный знак — το σήμα της τροχαίας
усло́вный знак — το σύνθημα
2) η ένδειξηв знак дру́жбы — σ'ένδειξη φιλίας
в знак проте́ста — σ'ένδειξη διαμαρτηρίας
••знаки отли́чия — воен. τα διακριτικά
-
14 сигнал
сигнал м το σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση (сигнализация)· \сигнал бедствия το σήμα κινδύνου; дать \сигнал δίνω σήματα, σημαίνω* * *мτο σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση ( сигнализация)сигна́л бе́дствия — το σήμα κινδύνου
дать сигна́л — δίνω σήματα, σημαίνω
-
15 знак
-а α.1. σημάδι, σημείο•опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.
|| μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•
молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.
2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.
|| στίγμα, βούλα, κουκίδα.3. οιωνός, προμήνυμα•добрый знак καλό σημάδι•
дурной знак κακό σημάδι.
4. σινιάλο, σήμα•условный знак συμβατικό σήμα•
дать знак δίνω σήμα.
5. συμβολικό σημάδι•иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•
стенографические -и στενογραφικά σημάδια•
математические -и μαθηματικά σημάδια•
алфавитные -и τα φθογγόσημα.
|| μάρκα, στάμπα•фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.
6. βλ. значок.7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.
εκφρ.- и отличия – τα εύσημα•знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•- и различия – διάσημα, γαλόνια•в знак памяти – για ενθύμιο•под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα. -
16 Sign
subs.Nod: P. νεῦμα, τό, V. σῆμα, τό; see Signal.Signal for battle, etc.: Ar. and P. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό.Signs in writing: V. συνθήματα, τά; see Writing.Omen from birds: P. and V. οἰωνός, ὁ, Ar. and V. ὄρνις, ὁ or ἡ, V. πτερόν, τό, Ar. and V. σύμβολος, ὁ (also Xen.).Heavenly sign: V. σῆμα, τό, σημεῖον, τό.——————v. trans.Sign ( a document) and witness its being sealed: P. γράφειν καὶ συσσημαίνεσθαι (Dem. 928); see also Seal.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sign
-
17 значок
значокм \. τό σήμα, τό διακριτικό:университетский \значок τό φοιτητικό σήμα· комсомольский \значок τό σήμα τής κομσο-μόλ·2. (пометка) ἡ σημείωση, τό σημάδι. -
18 sign
1. noun1) (a mark used to mean something; a symbol: is the sign for addition.) σημείο,σύμβολο2) (a notice set up to give information (a shopkeeper's name, the direction of a town etc) to the public: road-sign.) πινακίδα,σήμα(της τροχαίας),επιγραφή,ταμπέλα3) (a movement (eg a nod, wave of the hand) used to mean or represent something: He made a sign to me to keep still.) σήμα,νεύμα,νόημα4) (a piece of evidence suggesting that something is present or about to come: There were no signs of life at the house and he was afraid they were away; Clouds are often a sign of rain.) σήμα,ένδειξη2. verb1) (to write one's name (on): Sign at the bottom, please.) υπογράφω2) (to write (one's name) on a letter, document etc: He signed his name on the document.) υπογράφω3) (to make a movement of the head, hand etc in order to show one's meaning: She signed to me to say nothing.) γνέφω,κάνω νόημα•- signpost
- sign in/out
- sign up -
19 значок
-чка α.1. σήμα•нагрудный значок επιστήθιο σήμα•
университетский значок το φοιτητικό σήμα.
2. σημείο, σημάδι• σημείωση.3. παλ. σημοαούλα (στρατ. τμημάτων). -
20 значок
значок м 1) το σήμα 2) (пометка) το σημείωμα, η ση μείωση* * *м1) το σήμα2) ( пометка) το σημείωμα, η σημείωση
См. также в других словарях:
σῆμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
σήμα — το, ατος 1. συμφωνημένο και καθιερωμένο σημάδι, ηχητικό ή οπτικό, που με αυτό συνεννοούμαστε: Δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση των αθλητών. – Πήραν σήμα να επιστρέψουν πίσω. – Σήμα κινδύνου. 2. ειδική παράσταση που χρησιμοποιείται ως σύμβολο μιας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… … Dictionary of Greek
σημανάντων — σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor part act masc/neut gen pl (epic doric aeolic) σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor imperat act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάναντα — σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνατε — σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor imperat act 2nd pl (epic doric aeolic) σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνηι — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνω — σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάνῃ — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῆμ' — σῆμα , σῆμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)